H EYΡΩΠΑΪΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ Η Τουρκία είναι συνδεδεμένο μέλος με την Ε.Ε με τη Συμφωνία της Άγκυρας, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1963. Το 1999 στο Συμβούλιο του Ελσίνκι αναγνωρίστηκε η ιδιότητα της Τουρκίας ως υποψήφιας προς ένταξη χώρας. Ταυτόχρονα τονίστηκε πως οι διαπραγματεύσεις δεν θα ξεκινούσαν εάν η Τουρκία δεν εκπλήρωνε τα πολιτικά κριτήρια της Κοπεγχάγης. Από το 2005, οπότε και ξεκίνησαν οι ενταξιακές συνομιλίες, μέχρι και σήμερα, το ζήτημα έχει προσκρούσει σε πολλά κωλύματα, που αφορούν τόσο τα εσωτερικά φλέγοντα θέματα της Τουρκίας, όπως ο στρατός και η καθοριστική επιβολή του στην τουρκική κοινωνία, το Κυπριακό ζήτημα, πολύ περισσότερο τώρα που η Κυπριακή Δημοκρατία, από την 1η Μαΐου 2004 είναι πλήρως ενταγμένο στην ΕΕ μέλος, η αδυναμία προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων των μειονοτήτων, ιδιαίτερα των Κούρδων, καθώς και οι τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο, με αποτέλεσμα το προσωρινό – τουλάχιστον – «πάγωμα» των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Πώς όμως αυτές οι εξελίξεις επηρεάζουν τις διμερείς σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας; Πράγματι, οι σχέσεις αυτές ανέκαθεν αποτελούσαν ένα από τα σοβαρότερα και συνθετότερα αντικείμενα της εξωτερικής πολιτικής και των δύο χωρών, κατά κύριο λόγο σε τομείς όπως η άμυνα και η ασφάλεια. Ένα βασικό χαρακτηριστικό των σχέσεων αυτών, είναι το τριγωνικό τους σχήμα, δεδομένου ότι πέρα από τους άμεσα εμπλεκόμενους στις διμερείς σχέσεις, υπήρχαν άλλες, εξωτερικές δυνάμεις, τρίτοι πόλοι, οι οποίοι εναλλάσσονταν, διαδραματίζοντας καίριο ρόλο στη διαμόρφωση των εξελίξεων γύρω από τα ζητήματα τα οποία προέκυπταν. Ο τρίτος αυτός πόλος, ήταν αρχικά οι προστάτιδες δυνάμεις, και εν συνεχεία οι ΗΠΑ με ειδικό όμως ρόλο της Βρετανίας στο Κυπριακό. Την περίοδο των τελευταίων ετών, και ιδιαίτερα μετά την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ και την έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών Τουρκίας – ΕΕ έχει αναδειχθεί ως τρίτος πόλος η Ευρωπαϊκή Ένωση. Το κυπριακό ζήτημα αλλά και η διευθέτηση των προβλημάτων στο Αιγαίο, ιδιαίτερα μετά την εξαγγελία του casus beli της Τουρκίας, σε περίπτωση παράβασης των 12 ναυτικών μιλίων, είναι τα πλέον φλέγοντα θέματα που επηρεάζουν τις σχέσεις των δύο γειτόνων. Τι ρόλο διαδραματίζει λοιπόν η ΕΕ στη διαμόρφωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων; Ως προς το Κυπριακό η ευρωπαϊκή ενσωμάτωση της Μεγαλονήσου προσέφερε μία διέξοδο στην ακινησία ετών. Άλλωστε, κύριες παράμετροι του Κυπριακού, όπως η ελευθερία κινήσεως, εγκαταστάσεως και αγοράς γης, συνδέονται με βασικές θέσεις της Ε.Ε. Αντιθέτως, η εμπλοκή της Ε.Ε. στις ελληνοτουρκικές διαφορές του Αιγαίου δεν ήταν, τουλάχιστον ως τώρα, επιτυχής. Από την πρώτη στιγμή φάνηκε ότι δεν υπήρχε περιθώριο σημαντικών βελτιώσεων, εκτός εάν κάποια από τις δύο πλευρές αποφάσιζε να απομακρυνθεί ουσιωδώς από τις πάγιες θέσεις που υποστηρίζει από τη δεκαετία του 1970. Από τη δική της πλευρά, η Τουρκία φρόντισε να εξασφαλίσει την έναρξη των ενταξιακών συνομιλιών αν και έκτοτε επιχειρεί να εμποδίσει την ελληνική προσπάθεια να καταστήσει τις ελληνοτουρκικές διαφωνίες διεθνές ζήτημα, για να αποφύγει πιθανά εμπόδια στη μελλοντική ευρωπαϊκή της πορεία. Στόχος της τουρκικής πολιτικής είναι να κατοχυρώσει ότι τα θέματα του Αιγαίου αποτελούν μακροχρόνια προβλήματα αποκλειστικώς διμερούς χαρακτήρα. Είναι κοινό μυστικό επομένως, πως η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας δεν πρόκειται να οδηγήσει σε αυτόματη επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών, καθώς οι εν λόγω διαφορές δεν συνδέονται με τον τρόπο λειτουργίας της Ε.Ε. Επί παραδείγματι, ούτε η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ούτε η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου σχετίζονται με κάποιες ευρωπαϊκές σταθερές. Επομένως, η Ε.Ε. δεν δύναται να προσδιορίσει τη λύση. Υπάρχουν ωστόσο πλεονεκτήματα για τις δύο χώρες από την ενδεχόμενη ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας; Υπάρχουν, αρκεί να αξιοποιηθούν κατάλληλα από όλες τις πλευρές. Συγκεκριμένα, η Ένωση μπορεί να παρέμβει σε δύο σημεία. Το ένα αφορά τον τρόπο επιλύσεως των διμερών θεμάτων. Η Ε.Ε. μπορεί να ορίσει ως υποχρεωτική την προσφυγή σε διαδικασίες που θα καταλήγουν σε επίλυση των διαφορών. Επιπροσθέτως, η Ε.Ε. μπορεί να επιβάλλει την τήρηση ειρηνικών και φιλικών κανόνων συμπεριφοράς μεταξύ των δύο κρατών, η τήρηση των οποίων δεν έχει τεθεί μέχρι σήμερα σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Από εκεί και πέρα, τυχόν πλήρης ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. θα αλλάξει ριζικά τα δεδομένα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η νέα συνθήκη για το ευρωπαϊκό Σύνταγμα βασίζεται στις ισορροπίες μεταξύ των 4 μεγάλων κρατών της Ε.Ε. (Γερμανίας, Γαλλίας, Βρετανίας, Ιταλίας) και των πολλών μεσαίων και μικρών κρατών. Σε περίπτωση εντάξεως της Τουρκίας στην Ε.Ε., αυτή η ισορροπία θα διαταραχθεί. Η Τουρκία θα ισχυροποιήσει τη θέση της, καθώς θα είναι η μεγαλύτερη χώρα μέσα στην Ένωση, με τουλάχιστον ίσο μερίδιο εξουσίας και ισχύ με τις άλλες 4 μεγάλες χώρες, ενώ η σύμπραξη και συμφωνία μαζί της θα είναι περίπου απαραίτητη για τη λήψη αποφάσεων. Από την άλλη, η ένταξη στην Ε.Ε. θα συντελέσει στην σταθερότητα και ανάπτυξη της οικονομίας, καθώς υπολογίζονται ως σημαντική ανάσα η εισροή κονδυλίων από τα Κοινοτικά Ταμεία στη χώρα. Ακόμη, η τουρκική κοινωνία, η οποία χαρακτηρίζεται από αρκετά αυστηρούς και άκαμπτους πολιτικούς θεσμούς, θα έχει την ευκαιρία να γυρίσει σελίδα, όσον αφορά στην κοινωνικο-πολιτική σταθερότητα, την κατοχύρωση των θεσμών, την εναρμόνιση των διαφόρων μερών αυτής της πολυπολιτισμικής κοινωνίας και την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των μειονοτήτων, της ισότητας των δύο φύλων κτλ. Δυστυχώς τα πράγματα δεν είναι τόσο ευοίωνα και σε καμία περίπτωση τόσο απλά. Ο εσωτερικός πολιτικός διχασμός, οι έντονες ιδεολογικές αντιφάσεις κεμαλιστών – εκσυγχρονιστών καθώς και ο ηγετικός ρόλος του στρατού, τόσο σε τυπικό επίπεδο όσο και στη συνείδηση της κοινής γνώμης είναι στοιχεία ικανά να συνιστούν τροχοπέδη σε οποιαδήποτε απόπειρα βελτιστοποίησης των όρων και των συνθηκών που θα προσέφεραν στην Τουρκία το χρυσό κλειδί για να διαβεί το κατώφλι της Ένωσης. Επιπροσθέτως, ας μη λησμονούμε το γεγονός ότι ότι όλες οι διαδικασίες που σχετίζονται με την ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας καθώς και οι αναδιαμορφούμενες ελληνοτουρκικές σχέσεις δε διεξάγονται εν κενώ. Αντιθέτως, οι κυβερνήσεις των δύο χωρών, στην πορεία αυτή με συνοδοιπόρο την ΕΕ, εκτίθενται στα μέσα και αντιμετωπίζουν μέσω αυτών, την κοινή γνώμη σε κάθε τους διάβημα. Μέσα σε ένα επικοινωνιακό χάος αλληλοσυγκρουόμενων έντυπων και ηλεκτρονικών μέσων, ο έντονος, επιθετικός, συχνά εθνικιστικός λόγος συνιστά έναν από τους κορυφαίους παράγοντες καλλιέργειας στερεοτύπων, στο μέσο Έλληνα ή Τούρκο πολίτη, με συνέπεια να διατηρείται ένα εχθρικό κλίμα μίσους και μια δυσάρεστη ατμόσφαιρα που δίνει τον αέρα μιας απειλητικής, έκρυθμης κατάστασης. Όλη αυτή η εκφοβιστική λογική της επίμονης ανάσυρσης γεγονότων από το παρελθόν, επενδυμένη με το πέπλο της προκατάληψης, στέκεται εμπόδιο σε κάθε διπλωματική πολιτική και βέβαια ακυρώνει στην πράξη οποιαδήποτε προσπάθεια αγαστής συνεργασίας και συνεννόησης στο μέλλον. Η επίδραση των Μέσων στην εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων είναι κεφαλαιώδης, αν αναλογιστεί κανείς λόγου χάρη, το έντεχνα κατασκευασμένο διαμεσολαβημένο γεγονός που έλαβε χώρα το 1999 στην υπόθεση των Ιμίων. Ακόμη και στο συγκεκριμένο ζήτημα, της επικείμενης επέκτασης της ΕΕ προς την Τουρκία, κάποια Μέσα υιοθετούν μια προβοκατόρικη συμπεριφορά, με λόγο περισσότερο συναισθηματικά φορτισμένο παρά ορθολογικό και ρεαλιστικό. Η υπολογίσιμη πίεση που ασκούν, ωστόσο, και το ρεύμα που δημιουργούν απαιτώντας εν θερμώ αποφάσεις, απέχουν παρασάγκας, τόσο από τα ιδανικά που εκπροσωπεί η Ένωση ως θεσμός, όσο και από το αιτούμενο κλίμα συνεργασίας και αμοιβαίων υποχωρήσεων που οφείλει να διαπνέει τέτοιου είδους διαπραγματεύσεις. Μία χαρακτηριστική απόδειξη των παραπάνω, είναι το πρόσφατο δημοψήφισμα στη Γαλλία, του οποίου τα ποσοστά θέτουν την Τουρκία εκτός μιας ευρωπαϊκής προοπτικής. Ο λαός έχει δύναμη. Αυτό είναι γνωστό. Το θέμα όμως είναι, ποιοι μηχανισμοί τον ελέγχουν, τον κατευθύνουν, τον προετοιμάζουν, και εν τέλει, τον εκθέτουν και τον υποτιμούν με κάθε πιθανό τρόπο… Europe Ovi Turkey Greece |